Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταὐτός
ταὐτόσημος
ταὐτοσυλλαβέω
ταὐτότης
ταὐτοφανής
ταὐτόφωνος
ταὐτόω
ταὔτωμα
ταὐτώνυμος
τάφειμα
ταφεῖν
ταφεῖος
ταφεύς
ταφεών
ταφή
ταφήϊος
ταφικόν
Τάφιοι
τάφιος
Τάφιος
ταφοειδής
View word page
ταφεῖν
was amazed

ShortDef

was amazed

Debugging

Headword:
ταφεῖν
Headword (normalized):
ταφεῖν
Headword (normalized/stripped):
ταφειν
IDX:
86933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86934
Key:

Data

{'content': 'was amazed'}