Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταὐτοῖος
ταὐτοκλινής
ταὐτολογέω
ταὐτολόγημα
ταὐτολογικῶς
ταὐτολόγος
ταὐτόματον
ταὐτομήκης
ταὐτόνοια
ταὐτόνομος
ταὐτόομαι
ταὐτοπάθεια
ταὐτοποδία
ταὐτοποιέω
ταὐτοποιός
ταὐτοπολυλογέω
ταὐτός
ταὐτόσημος
ταὐτοσυλλαβέω
ταὐτότης
ταὐτοφανής
View word page
ταὐτόομαι
become identified

ShortDef

become identified

Debugging

Headword:
ταὐτόομαι
Headword (normalized):
ταὐτόομαι
Headword (normalized/stripped):
ταυτοομαι
IDX:
86917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86918
Key:

Data

{'content': 'become identified'}