Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταυρωτικός
ταύτῃ
ταὐτίζω
ταὐτογραφέω
ταὐτοδυναμέω
ταὐτοειδής
ταὐτοῖος
ταὐτοκλινής
ταὐτολογέω
ταὐτολόγημα
ταὐτολογικῶς
ταὐτολόγος
ταὐτόματον
ταὐτομήκης
ταὐτόνοια
ταὐτόνομος
ταὐτόομαι
ταὐτοπάθεια
ταὐτοποδία
ταὐτοποιέω
ταὐτοποιός
View word page
ταὐτολογικῶς
tautologically

ShortDef

tautologically

Debugging

Headword:
ταὐτολογικῶς
Headword (normalized):
ταὐτολογικῶς
Headword (normalized/stripped):
ταυτολογικως
IDX:
86911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86912
Key:

Data

{'content': 'tautologically'}