Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ταυγέτα
Ταϋγέτη
Ταΰγετον
ταυραφέτης
ταυράω
ταυρεία
ταύρειος
ταυρελάτης
ταυρέλαφος
ταυρηδόν
ταυρικός
ταυρίνη
Ταυρίων
ταυροβόας
ταυροβόλιον
ταυροβόλος
ταυροβόρος
ταυρογαστρικός
ταυρογάστωρ
ταυροδέτης
ταυρόδετος
View word page
ταυρικός
of oxen
ShortDef
of oxen
Debugging
Headword:
ταυρικός
Headword (normalized):
ταυρικός
Headword (normalized/stripped):
ταυρικος
IDX:
86848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86849
Key:
Data
{'content': 'of oxen'}