Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τάρφη
τάρφος
ταρφύς
ταρχύω
τάσις
τάσσω
τατᾶ
ταταλίζω
τατικός
τατός
τατύρας
ταῦ
Ταυγέτα
Ταϋγέτη
Ταΰγετον
ταυραφέτης
ταυράω
ταυρεία
ταύρειος
ταυρελάτης
ταυρέλαφος
View word page
τατύρας
pheasant
ShortDef
pheasant
Debugging
Headword:
τατύρας
Headword (normalized):
τατύρας
Headword (normalized/stripped):
τατυρας
IDX:
86836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86837
Key:
Data
{'content': 'pheasant'}