Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταρταρόπαις
Τάρταρος
ταρταροῦχος
ταρταρόφρουρος
ταρταρόω
ταρτάρωσις
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
ταρφέες
Τάρφη
τάρφος
ταρφύς
ταρχύω
τάσις
τάσσω
τατᾶ
ταταλίζω
τατικός
τατός
τατύρας
ταῦ
View word page
τάρφος
a thicket
ShortDef
a thicket
Debugging
Headword:
τάρφος
Headword (normalized):
τάρφος
Headword (normalized/stripped):
ταρφος
IDX:
86827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86828
Key:
Data
{'content': 'a thicket'}