Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταρταρίζω
ταρταρίτης
ταρταρόπαις
Τάρταρος
ταρταροῦχος
ταρταρόφρουρος
ταρταρόω
ταρτάρωσις
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
ταρφέες
Τάρφη
τάρφος
ταρφύς
ταρχύω
τάσις
τάσσω
τατᾶ
ταταλίζω
τατικός
τατός
View word page
ταρφέες
thick, close together, frequent (see ταρφύς)
ShortDef
thick, close together, frequent (see ταρφύς)
Debugging
Headword:
ταρφέες
Headword (normalized):
ταρφέες
Headword (normalized/stripped):
ταρφεες
IDX:
86825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86826
Key:
Data
{'content': 'thick, close together, frequent (see ταρφύς)'}