Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταρσώδης
Ταρτάρειος
ταρταρίζω
ταρταρίτης
ταρταρόπαις
Τάρταρος
ταρταροῦχος
ταρταρόφρουρος
ταρταρόω
ταρτάρωσις
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
ταρφέες
Τάρφη
τάρφος
ταρφύς
ταρχύω
τάσις
τάσσω
τατᾶ
ταταλίζω
View word page
Ταρτήσσιος
Tartessian
ShortDef
Tartessian
Debugging
Headword:
Ταρτήσσιος
Headword (normalized):
ταρτήσσιος
Headword (normalized/stripped):
ταρτησσιος
IDX:
86823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86824
Key:
Data
{'content': 'Tartessian'}