Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσόομαι
ταρσός
Ταρσός
Τάρσος
ταρσόω
ταρσώδης
Ταρτάρειος
ταρταρίζω
ταρταρίτης
ταρταρόπαις
Τάρταρος
ταρταροῦχος
ταρταρόφρουρος
ταρταρόω
ταρτάρωσις
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
ταρφέες
View word page
ταρταρίζω
quake with cold, shiver

ShortDef

quake with cold, shiver

Debugging

Headword:
ταρταρίζω
Headword (normalized):
ταρταρίζω
Headword (normalized/stripped):
ταρταριζω
IDX:
86815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86816
Key:

Data

{'content': 'quake with cold, shiver'}