Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσόομαι
ταρσός
Ταρσός
Τάρσος
ταρσόω
ταρσώδης
Ταρτάρειος
ταρταρίζω
ταρταρίτης
ταρταρόπαις
Τάρταρος
ταρταροῦχος
ταρταρόφρουρος
ταρταρόω
ταρτάρωσις
Ταρτήσσιος
Ταρτησσός
View word page
Ταρτάρειος
Tartarean, horrible

ShortDef

Tartarean, horrible

Debugging

Headword:
Ταρτάρειος
Headword (normalized):
ταρτάρειος
Headword (normalized/stripped):
ταρταρειος
IDX:
86814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86815
Key:

Data

{'content': 'Tartarean, horrible'}