Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάρριον
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσόομαι
ταρσός
Ταρσός
Τάρσος
ταρσόω
ταρσώδης
Ταρτάρειος
ταρταρίζω
ταρταρίτης
ταρταρόπαις
Τάρταρος
ταρταροῦχος
ταρταρόφρουρος
ταρταρόω
ταρτάρωσις
Ταρτήσσιος
View word page
ταρσώδης
like basket-work, matted

ShortDef

like basket-work, matted

Debugging

Headword:
ταρσώδης
Headword (normalized):
ταρσώδης
Headword (normalized/stripped):
ταρσωδης
IDX:
86813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86814
Key:

Data

{'content': 'like basket-work, matted'}