Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάρπη
τάρριον
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσόομαι
ταρσός
Ταρσός
Τάρσος
ταρσόω
ταρσώδης
Ταρτάρειος
ταρταρίζω
ταρταρίτης
ταρταρόπαις
Τάρταρος
ταρταροῦχος
ταρταρόφρουρος
ταρταρόω
ταρτάρωσις
View word page
ταρσόω
provide with a ταρσός II.3

ShortDef

provide with a ταρσός II.3

Debugging

Headword:
ταρσόω
Headword (normalized):
ταρσόω
Headword (normalized/stripped):
ταρσοω
IDX:
86812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86813
Key:

Data

{'content': 'provide with a ταρσός II.3'}