Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
τάρπη
τάρριον
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσόομαι
ταρσός
Ταρσός
Τάρσος
ταρσόω
ταρσώδης
Ταρτάρειος
ταρταρίζω
View word page
Ταρσικός
of Tarsus
ShortDef
of Tarsus
Debugging
Headword:
Ταρσικός
Headword (normalized):
ταρσικός
Headword (normalized/stripped):
ταρσικος
IDX:
86805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86806
Key:
Data
{'content': 'of Tarsus'}