Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
τάρπη
τάρριον
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσόομαι
ταρσός
Ταρσός
Τάρσος
ταρσόω
ταρσώδης
Ταρτάρειος
View word page
ταρσικάριος
weaver of Tarsian fabrics
ShortDef
weaver of Tarsian fabrics
Debugging
Headword:
ταρσικάριος
Headword (normalized):
ταρσικάριος
Headword (normalized/stripped):
ταρσικαριος
IDX:
86804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86805
Key:
Data
{'content': 'weaver of Tarsian fabrics'}