Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
τάρπη
τάρριον
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσόομαι
ταρσός
Ταρσός
Τάρσος
ταρσόω
ταρσώδης
View word page
τάρριον
small hurdle

ShortDef

small hurdle

Debugging

Headword:
τάρριον
Headword (normalized):
τάρριον
Headword (normalized/stripped):
ταρριον
IDX:
86803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86804
Key:

Data

{'content': 'small hurdle'}