Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
τάρπη
τάρριον
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσόομαι
ταρσός
Ταρσός
Τάρσος
ταρσόω
View word page
τάρπη
large wicker basket
ShortDef
large wicker basket
Debugging
Headword:
τάρπη
Headword (normalized):
τάρπη
Headword (normalized/stripped):
ταρπη
IDX:
86802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86803
Key:
Data
{'content': 'large wicker basket'}