Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
τάρπη
τάρριον
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
ταρσόομαι
ταρσός
Ταρσός
View word page
ταρμύσσω
frighten
ShortDef
frighten
Debugging
Headword:
ταρμύσσω
Headword (normalized):
ταρμύσσω
Headword (normalized/stripped):
ταρμυσσω
IDX:
86800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86801
Key:
Data
{'content': 'frighten'}