Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
τάρπη
τάρριον
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
Ταρσογενής
View word page
τάριχος2
preserved, salted, pickled
ShortDef
preserved meat: e.g., mummy, stockfish
preserved, salted, pickled
Debugging
Headword:
τάριχος2
Headword (normalized):
τάριχος
Headword (normalized/stripped):
ταριχος2
IDX:
86797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86798
Key:
Data
{'content': 'preserved, salted, pickled'}