Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
τάρπη
τάρριον
ταρσικάριος
Ταρσικός
ταρσικοϋφικός
View word page
τάριχος
preserved meat: e.g., mummy, stockfish

ShortDef

preserved meat: e.g., mummy, stockfish
preserved, salted, pickled

Debugging

Headword:
τάριχος
Headword (normalized):
τάριχος
Headword (normalized/stripped):
ταριχος
IDX:
86796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86797
Key:

Data

{'content': 'preserved meat: e.g., mummy, stockfish'}