Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
τάρπη
τάρριον
ταρσικάριος
View word page
ταριχοπώλης
a dealer in salt fish

ShortDef

a dealer in salt fish

Debugging

Headword:
ταριχοπώλης
Headword (normalized):
ταριχοπώλης
Headword (normalized/stripped):
ταριχοπωλης
IDX:
86794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86795
Key:

Data

{'content': 'a dealer in salt fish'}