Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
τάρπη
View word page
ταριχοπράτισσα
female pickle-seller

ShortDef

female pickle-seller

Debugging

Headword:
ταριχοπράτισσα
Headword (normalized):
ταριχοπράτισσα
Headword (normalized/stripped):
ταριχοπρατισσα
IDX:
86792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86793
Key:

Data

{'content': 'female pickle-seller'}