Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
Τάρνη
View word page
ταριχοποιέω
pickle

ShortDef

pickle

Debugging

Headword:
ταριχοποιέω
Headword (normalized):
ταριχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ταριχοποιεω
IDX:
86791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86792
Key:

Data

{'content': 'pickle'}