Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
ταριχοφαγία
Ταρκύνιος
ταρμύσσω
View word page
ταριχόπλεως
full of salt fish

ShortDef

full of salt fish

Debugging

Headword:
ταριχόπλεως
Headword (normalized):
ταριχόπλεως
Headword (normalized/stripped):
ταριχοπλεως
IDX:
86790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86791
Key:

Data

{'content': 'full of salt fish'}