Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
τάριχος
τάριχος2
View word page
ταριχηΐη
preserving, pickling

ShortDef

preserving, pickling

Debugging

Headword:
ταριχηΐη
Headword (normalized):
ταριχηΐη
Headword (normalized/stripped):
ταριχηιη
IDX:
86787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86788
Key:

Data

{'content': 'preserving, pickling'}