Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
ταριχοπώλιον
View word page
ταριχεύω
to preserve the body by artificial means, to embalm

ShortDef

to preserve the body by artificial means, to embalm

Debugging

Headword:
ταριχεύω
Headword (normalized):
ταριχεύω
Headword (normalized/stripped):
ταριχευω
IDX:
86785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86786
Key:

Data

{'content': 'to preserve the body by artificial means, to embalm'}