Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
ταριχοπώλης
View word page
ταριχευτός
salted, pickled

ShortDef

salted, pickled

Debugging

Headword:
ταριχευτός
Headword (normalized):
ταριχευτός
Headword (normalized/stripped):
ταριχευτος
IDX:
86784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86785
Key:

Data

{'content': 'salted, pickled'}