Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
ταριχοπωλέω
View word page
ταριχευτής
an embalmer
ShortDef
an embalmer
Debugging
Headword:
ταριχευτής
Headword (normalized):
ταριχευτής
Headword (normalized/stripped):
ταριχευτης
IDX:
86783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86784
Key:
Data
{'content': 'an embalmer'}