Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
ταριχοποιέω
ταριχοπράτισσα
View word page
ταρίχευσις
embalming

ShortDef

embalming

Debugging

Headword:
ταρίχευσις
Headword (normalized):
ταρίχευσις
Headword (normalized/stripped):
ταριχευσις
IDX:
86782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86783
Key:

Data

{'content': 'embalming'}