Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
ταριχόπλεως
View word page
ταριχεῖον
pickle-factory
ShortDef
pickle-factory
Debugging
Headword:
ταριχεῖον
Headword (normalized):
ταριχεῖον
Headword (normalized/stripped):
ταριχειον
IDX:
86780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86781
Key:
Data
{'content': 'pickle-factory'}