Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
ταριχεύω
ταριχηγός
ταριχηΐη
ταριχηρός
ταρίχιον
View word page
ταριχεία
a preserving, pickling

ShortDef

a preserving, pickling

Debugging

Headword:
ταριχεία
Headword (normalized):
ταριχεία
Headword (normalized/stripped):
ταριχεια
IDX:
86779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86780
Key:

Data

{'content': 'a preserving, pickling'}