Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
ταριχευτός
View word page
ταργάνη
plaited work

ShortDef

plaited work

Debugging

Headword:
ταργάνη
Headword (normalized):
ταργάνη
Headword (normalized/stripped):
ταργανη
IDX:
86774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86775
Key:

Data

{'content': 'plaited work'}