Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
ταρίχευσις
ταριχευτής
View word page
ταρβόσυνος
affrighted
ShortDef
affrighted
Debugging
Headword:
ταρβόσυνος
Headword (normalized):
ταρβόσυνος
Headword (normalized/stripped):
ταρβοσυνος
IDX:
86773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86774
Key:
Data
{'content': 'affrighted'}