Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
ταριχεῖον
ταριχέμπορος
View word page
τάρβος
fright, alarm, terror

ShortDef

fright, alarm, terror

Debugging

Headword:
τάρβος
Headword (normalized):
τάρβος
Headword (normalized/stripped):
ταρβος
IDX:
86771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86772
Key:

Data

{'content': 'fright, alarm, terror'}