Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
ταριχεία
View word page
ταρβέω
to be frightened, alarmed, terrified

ShortDef

to be frightened, alarmed, terrified

Debugging

Headword:
ταρβέω
Headword (normalized):
ταρβέω
Headword (normalized/stripped):
ταρβεω
IDX:
86769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86770
Key:

Data

{'content': 'to be frightened, alarmed, terrified'}