Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταράξιππος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
Ταργυηνός
ταριχᾶς
View word page
ταρβαλέος
frighted, fearful

ShortDef

frighted, fearful

Debugging

Headword:
ταρβαλέος
Headword (normalized):
ταρβαλέος
Headword (normalized/stripped):
ταρβαλεος
IDX:
86768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86769
Key:

Data

{'content': 'frighted, fearful'}