Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταραξικάρδιος
ταραξίπολις
ταράξιππος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
τάργανον
ταργανόομαι
View word page
τάραχος
disorder, tumult

ShortDef

disorder, tumult

Debugging

Headword:
τάραχος
Headword (normalized):
τάραχος
Headword (normalized/stripped):
ταραχος
IDX:
86766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86767
Key:

Data

{'content': 'disorder, tumult'}