Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξίπολις
ταράξιππος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
ταργάνη
View word page
ταραχή
trouble, disorder, confusion

ShortDef

trouble, disorder, confusion

Debugging

Headword:
ταραχή
Headword (normalized):
ταραχή
Headword (normalized/stripped):
ταραχη
IDX:
86764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86765
Key:

Data

{'content': 'trouble, disorder, confusion'}