Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταραντῖνοι
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξίπολις
ταράξιππος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
ταρβόσυνος
View word page
ταραχά
disturbance

ShortDef

disturbance

Debugging

Headword:
ταραχά
Headword (normalized):
ταραχά
Headword (normalized/stripped):
ταραχα
IDX:
86763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86764
Key:

Data

{'content': 'disturbance'}