Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ταραντίνινος
Ταραντῖνοι
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξίπολις
ταράξιππος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
ταρβέω
ταρβήεις
τάρβος
ταρβοσύνη
View word page
ταράσσω
to stir, stir up, trouble
ShortDef
to stir, stir up, trouble
Debugging
Headword:
ταράσσω
Headword (normalized):
ταράσσω
Headword (normalized/stripped):
ταρασσω
IDX:
86762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86763
Key:
Data
{'content': 'to stir, stir up, trouble'}