Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
Ταραντίναρχος
Ταραντινίζω
Ταραντίνινος
Ταραντῖνοι
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξίπολις
ταράξιππος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
ταραχώδης
ταρβαλέος
View word page
ταράξιππος
troubling

ShortDef

troubling

Debugging

Headword:
ταράξιππος
Headword (normalized):
ταράξιππος
Headword (normalized/stripped):
ταραξιππος
IDX:
86758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86759
Key:

Data

{'content': 'troubling'}