Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάρακτρον
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
Ταραντίναρχος
Ταραντινίζω
Ταραντίνινος
Ταραντῖνοι
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξίπολις
ταράξιππος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
ταραχοποιός
τάραχος
View word page
ταραξικάρδιος
heart-troubling

ShortDef

heart-troubling

Debugging

Headword:
ταραξικάρδιος
Headword (normalized):
ταραξικάρδιος
Headword (normalized/stripped):
ταραξικαρδιος
IDX:
86756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86757
Key:

Data

{'content': 'heart-troubling'}