Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
Ταραντίναρχος
Ταραντινίζω
Ταραντίνινος
Ταραντῖνοι
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
ταραξίπολις
ταράξιππος
ταραξιππόστρατος
τάραξις
Τάρας
ταράσσω
ταραχά
ταραχή
View word page
Ταραντῖνον
a fine Tarentine woman’s garment
ShortDef
a fine Tarentine woman’s garment
Debugging
Headword:
Ταραντῖνον
Headword (normalized):
ταραντῖνον
Headword (normalized/stripped):
ταραντινον
IDX:
86754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86755
Key:
Data
{'content': 'a fine Tarentine woman’s garment'}