Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταπιδύφος
τάπις
ταπιτιοῦχος
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
Ταραντίναρχος
Ταραντινίζω
Ταραντίνινος
Ταραντῖνοι
Ταραντῖνον
Ταραντῖνος
ταραξικάρδιος
View word page
τάρακτρον
a tool for stirring with

ShortDef

a tool for stirring with

Debugging

Headword:
τάρακτρον
Headword (normalized):
τάρακτρον
Headword (normalized/stripped):
ταρακτρον
IDX:
86746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86747
Key:

Data

{'content': 'a tool for stirring with'}