Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταπητέμπορος
ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
ταπιτιοῦχος
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
Ταραντίναρχος
Ταραντινίζω
Ταραντίνινος
Ταραντῖνοι
Ταραντῖνον
View word page
ταρακτικός
disturbing

ShortDef

disturbing

Debugging

Headword:
ταρακτικός
Headword (normalized):
ταρακτικός
Headword (normalized/stripped):
ταρακτικος
IDX:
86744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86745
Key:

Data

{'content': 'disturbing'}