Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταπητάριος
ταπητέμπορος
ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
ταπιτιοῦχος
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
Ταραντίναρχος
Ταραντινίζω
Ταραντίνινος
Ταραντῖνοι
View word page
ταράκτης
disturber
ShortDef
disturber
Debugging
Headword:
ταράκτης
Headword (normalized):
ταράκτης
Headword (normalized/stripped):
ταρακτης
IDX:
86743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86744
Key:
Data
{'content': 'disturber'}