Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τάπης
ταπητάριος
ταπητέμπορος
ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
ταπιτιοῦχος
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
Ταραντίναρχος
Ταραντινίζω
Ταραντίνινος
View word page
ταρακτήριον
stirrer

ShortDef

stirrer

Debugging

Headword:
ταρακτήριον
Headword (normalized):
ταρακτήριον
Headword (normalized/stripped):
ταρακτηριον
IDX:
86742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86743
Key:

Data

{'content': 'stirrer'}