Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταπεινωτέον
ταπή
τάπης
ταπητάριος
ταπητέμπορος
ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
ταπιτιοῦχος
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
Ταραντίναρχος
View word page
τάραγμα
disquietude

ShortDef

disquietude

Debugging

Headword:
τάραγμα
Headword (normalized):
τάραγμα
Headword (normalized/stripped):
ταραγμα
IDX:
86740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86741
Key:

Data

{'content': 'disquietude'}