Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ταπείνωσις
ταπεινωτέον
ταπή
τάπης
ταπητάριος
ταπητέμπορος
ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
ταπιτιοῦχος
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
Ταραντιναρχία
View word page
ταπρῶτα
at first
ShortDef
at first
Debugging
Headword:
ταπρῶτα
Headword (normalized):
ταπρῶτα
Headword (normalized/stripped):
ταπρωτα
IDX:
86739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86740
Key:
Data
{'content': 'at first'}