Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταπείνωμα
ταπείνωσις
ταπεινωτέον
ταπή
τάπης
ταπητάριος
ταπητέμπορος
ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
ταπιτιοῦχος
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
ταρακτός
τάρακτρον
τάρανδος
Ταραντιναρχέω
View word page
ταπιτιοῦχος
caparisoned

ShortDef

caparisoned

Debugging

Headword:
ταπιτιοῦχος
Headword (normalized):
ταπιτιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
ταπιτιουχος
IDX:
86738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86739
Key:

Data

{'content': 'caparisoned'}