Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ταπεινοφροσύνη
ταπεινόφρων
ταπεινόψυχος
ταπεινόω
ταπείνωμα
ταπείνωσις
ταπεινωτέον
ταπή
τάπης
ταπητάριος
ταπητέμπορος
ταπιδυφάντης
ταπιδύφος
τάπις
ταπιτιοῦχος
ταπρῶτα
τάραγμα
ταραγμός
ταρακτήριον
ταράκτης
ταρακτικός
View word page
ταπητέμπορος
carpet-merchant

ShortDef

carpet-merchant

Debugging

Headword:
ταπητέμπορος
Headword (normalized):
ταπητέμπορος
Headword (normalized/stripped):
ταπητεμπορος
IDX:
86734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86735
Key:

Data

{'content': 'carpet-merchant'}